- σωματώδη
- σωματώδηςneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)σωματώδηςmasc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)σωματώδηςmasc/fem acc sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σωματώδης — ες / σωματώδης, ῶδες, ΝΜΑ [σώμα, σώματος] νεοελλ. εύσωμος, αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες σώμα μσν. αρχ. πηγμένος, στερεοποιημένος, στερεός («πᾱν δὲ γάλα ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῑται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῑται τυρός», Αριστοτ.). επίρρ … Dictionary of Greek
αθηνά — I (athene). Ονομασία γένους πουλιών της οικογένειας των στριγγιδών, της τάξης των στριγγιμόρφων. Ζουν στην Ευρώπη, τη βόρεια Αφρική, την Ινδία, την Κίνα και μερικά είδη στην Αμερική. Το μήκος του σώματός τους κυμαίνεται από 15 έως 25 εκ. και οι… … Dictionary of Greek
Άμλετ — Όνομα του κεντρικού ήρωα της ομώνυμης τραγωδίας του Σαίξπηρ (ο πλήρης τίτλος της είναι Η τραγική ιστορία του Ά., πρίγκιπα της Δανίας), της οποίας το θέμα είναι παρμένο από το χρονικό του Δανού ιστορικού Σάξονα του Γραμματικού (13ος αι.) με τίτλο… … Dictionary of Greek
Γκοσινί, Ρενέ — (Rene Goscinny, Παρίσι 1926 – 1977). Γάλλος σεναριογράφος ιστοριών κόμιξ. Σε μικρή ηλικία μετανάστευσε με την οικογένειά του στο Μπουένος Άιρες, όπου πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Στα γραφεία του Παγκόσμιου Τύπου στις Βρυξέλλες όπου εργαζόταν,… … Dictionary of Greek
Λα Σαπέλ-ο-Σεν, άνθρωπος της- — (γαλλ. L’ homme de La Chapelle aux Saints). Συμβατική ονομασία που δόθηκε σε ανθρώπινο σκελετό της παλαιολιθικής εποχής, ο οποίος ανακαλύφθηκε το 1908 σε μια μικρή σπηλιά, κοντά στο γαλλικό χωριό Λα Σαπέλ του νομού Κορέζ. Το συγκεκριμένο εύρημα,… … Dictionary of Greek
Πούλτσι, Λουίτζι — (Pulci, Φλωρεντία 1432 – Πάντοβα 1484). Iταλός ποιητής. Εκπροσωπούσε το πλέον δημοκρατικό ρεύμα στον ουμανισμό του 15ου αι. Υλιστής και σκεπτικιστής όπως ήταν, προκάλεσε την οργή της Εκκλησίας που τελικά τον κήρυξε αιρετικό. Το σημαντικότερο έργο … Dictionary of Greek